Το ιστολόγιο έχει μεταφερθεί!

Αυτόματα θα μεταβείτε στη νέα ιστοσελίδα του Σ.Δ.Ε. Νάουσας. Αν δε συμβεί αυτό, παρακαλώ επιλέξτε
http://sde-naous.ima.sch.gr Ευχαριστούμε !!!

Καλώς ήρθατε στο blog του Σ.Δ.Ε. Νάουσας!

ΣΔΕ Νάουσας

Ακτινοβολία Κινητών

Το ΚΙΝΗΤΟ ακτινοβολεί και ΣΚΟΤΩΝΕΙ!!!

Αστρονομία

Project Πλανήτες

Εγγραφές

Εγγραφές για το εκπ. έτος 2014-2015

Αποφοίτηση 2014

Πρόσκληση στην Ημερίδα Ευαισθητοποίησης της Τοπικής Κοινωνίας - Αποφοίτηση

Εκδηλώσεις

Εκδηλώσεις 2010-2011

Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

Γιορτή 25ης Μαρτίου - Παράρτημα Αλεξάνδρειας

Στα πλαίσια της επετείου της 25ης Μαρτίου οι εκπαιδευόμενοι των δύο κύκλων του Παραρτήματος Αλεξάνδρειας ετοίμασαν και παρουσίασαν μια μικρή εορταστική εκδήλωση.
Το πρόγραμμα που παραουσιάστηκε περιείχε διάφορα τραγούδια, μια παρουσίαση των κυριότερων ηρώων του 1821, απαγγελία ποιημάτων, ένα μικρό χρονικό της επανάστασης και το Λόγο του Κολοκοτρώνη στην Πνύκα.
Συντονιστές της εκδήλωσης οι εκπαιδευτές Μελίνα Λαδά και Δημήτρης Ρουσίδης
Συγχαρητήρια στους εκπαιδευόμενους για το εξαιρετικό αποτέλεσμα!


ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

01. Τραγούδι: 40 Παλικάρια




02. Παρουσίαση: Ήρωες της ελληνικής επανάστασης


02. ΗΡΩΕΣ 25ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ










03. Τραγούδι: Σταμάτης Σπανουδάκης - Μαρμαρωμένος Βασιλιάς




04. Ποιήματα


Κανάρης

Κάποιοι δαιμόνιοι
τον είχαν στείλει.
Εγινε αχείλι
κόσμου που επόνει.
(Ηρωες χρόνοι!)
Και πώς εμίλει
με το φιτίλι,
με το τρομπόνι!
Το πέρασμά του,
μήνυμα κρύο
μαύρου θανάτου.
Κι είχε θείο
χέρι που φλόγα
κράταε κι ευλόγα.

Έχε γειά, καημένε κόσμε

Έχε γειά, καημένε κόσμε
Έχε γειά, γλυκιά ζωή, έχε γειά γλυκιά ζωή
Κι εσύ, δύστυχη πατρίδα
Έχε γειά παντοτινή, έχε γειά παντοτινή
Έχετε γειά, βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες (δίς)
Στη στερία δε ζει το ψάρι
Ουτ΄άνθος στην αμμουδιά, ούτ΄άνθος στην αμμουδιά
Και οι Σουλιώτισσες δε ζούνε
Δίχως την ελευθερία, δίχως την ελευθερία
Έχετε γεια...
Σαν να πάν΄ σε πανηγύρι
Σ΄ανθισμένη πασχαλιά, σ΄ανθισμένη πασχαλιά
Μες τον άδη κατεβαίνουν
Με τραγούδια με χαρά, με τραγούδια με χαρά
Έχετε γειά...

Διονύσιος Σολωμός «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι»

Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;
Οπού συ μου ‘γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».

O Aπρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
Kι’ όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.

Kαι μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
Kι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.

Kαι μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·
Tο σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι’ εκείνο.
Mάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
H μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Mε χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.

Θαυμάζω την Ελλάδα μας

Θαυμάζω την Ελλάδα μας
μ’ όλες τις ομορφιές της.
Μα πιο πολύ απ’ όλα της
τις θρυλικές μορφές της.
Θαυμάζω όλους τους ήρωες,
τα παλικάρια όλα,
που διώξανε τον τύραννο
από αυτή τη χώρα.
Θαυμάζω το Νικηταρά
τους Κολοκοτρωναίους
τον Οδυσσέα Ανδρούτσο μας
κι όλους τους Τζαβελλαίους.
Θαυμάζω τις Σουλιώτισσες,
το Ζάλογγο θαυμάζω!
Το Μεσολόγγι σκέπτομαι
κι αλήθεια ανατριχιάζω.
Θαυμάζω τους νησιώτες μας
τα παλικάρια εκείνα
Μιαούλη, Κανάρη Κωνσταντή
κι αυτή τη Μπουμπουλίνα.
Του Διάκου την υπέροχη
την αρετή θαυμάζω
και με συγκίνηση βαθειά
το λέω και το φωνάζω.
Είμαι εγώ Ελληνόπουλο
απ’ ένδοξους προγόνους
φέρω βαριά κληρονομιά
από χιλιάδες χρόνους.
Έχω κι εγώ όπως αυτοί,
αγάπη στην Πατρίδα
λατρεία εις τη Λευτεριά
και πίστη στη θρησκεία.

25η Μαρτίου

Πατρίδα μου τρισένδοξη, μάνα λεβεντογέννα,
σήμερα που γιορτάζουμε ως κάθε σου μεριά,
θυμίζεις σε όλα τα παιδιά τ' άφθαστο εικοσιένα,
την Άγια Λαύρα, τον ραγιά, τον γέρο του Μωριά.
Σαν σήμερα πατρίδα μας, πήρες το καριοφύλλι
κι η λευτεριά στο χώμα σου θρονιάστηκε ξανά,
οι εχθροί με μιας ετρόμαξαν, σε θαύμασαν οι φίλοι
και με το φως σου έλαμψαν θάλασσες και βουνά!
Οι θάλασσες σου έγιναν καινούρια Σαλαμίνα
και Θερμοπύλες έγινεν η κάθε σου στεριά,
μα απ' την ηρώων τα κορμιά, στα χρόνια σου εκείνα
ξεπρόβαλε πανέμορφη ξανά η Λευτεριά.
Και έμεινες αδούλωτη κι αθάνατη μας χώρα,
πιστή μπρος στην πανάρχαια βαριά κληρονομιά,
και χαίρεσαι τα τέκνα σου και βασιλεύεις τώρα
κι είν' υπερήφανη για σε η νέα σου γενιά!

Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες

Μαύρη, μωρέ, πικρή ζωή που κάνουμε
Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες, εμείς
οι μαύροι κλέφτες
Ποτέ, μωρέ, ποτέ μας δεν αλλάζουμε, ποτέ μας δεν αλλάζουμε
και δεν ασπροφορούμε
Όλη, μωρέ, όλη μερούλα πόλεμο
Όλη μερούλα πόλεμο το βράδυ καραούλι, το βράδυ καραούλι
Κοντά, μωρέ, κοντά, στα ξημερώματα
Κοντά στα ξημερώματα γυρίζω να πλαγιάσω, γυρίζω να πλαγιάσω
Το χε- μωρέ, το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα, και το σπαθί μου στρώμα
Το κα'μωρέ, καριοφίλι μ΄αγκαλιά
Τι καριοφίλι μ΄ αγκαλιά σαν το παιδί την μάνα, σαν το παιδί τη μάνα.

Τα κλεφτόπουλα

Μάνα μου τα, μάνα μου τα κλεφτόπουλα
τρώνε και τραγουδάνε, άιντε πίνουν και γλεντάνε
Μα ένα μικρό, μα ένα μικρό κλεφτόπουλο
δεν τρώει, δεν τραγουδάει, βάι δεν πίνει, δεν γλεντάει
Μόν' τ' άρματα, μόν' τ' άρματα του κοίταζε
Του ντουφεκιού του λέει: «Γεια σου Κίτσο μου λεβέντη!»
Τόσες φορές, τόσες φορές με γλύτωσες
απ' των εχθρών τα χέρια κι απ' των Τούρκων τα μαχαίρια
Και τώρα με, και τώρα με παράτησες
σαν καλαμιά στον κάμπο. Βάι δε ξέρω τι να κάνω

40 Παλικάρια

Σαράντα παλικάρια από τη Λεβαδιά
πάνε για να πατήσουνε την Τροπολιτσά
Στο δρόμο που πηγαίνανε, γέροντα, μωρ’ γέροντα απαντούν
Γεια σου, χαρά σου γέρο, καλώς τα τα, καλώς τα τα παιδιά
Πού πάτε παλικάρια, πού πάτε ορέ, πού πάτε ορέ παιδιά
Πάμε για να πατήσουμε την Τροπολιτσά
Έλα και συ ρε γέρο, να πάμε για, να πάμε για κλεψιά
Δεν ημπορώ παιδιά μου, γιατί’μαι γέροντας
Περάστε από τη στάνη κι από τα πρόβατα
και πάρτε τον υιό μου τον πιο μικρό
Που’χει λαγού ποδάρια και πέρδικας, και πέρδικας φτερά
και ξέρ’ τα μονοπάτια απ’όλους  πιο καλά



05. Τραγούδι: Τα κλεφτόπουλα





06. Ιστορικό





07. Τραγούδι: Ο Θούριος του Ρήγα - Χρήστος Λεοντής/Μίλτος Πασχαλίδης




08. Ο Λόγος του Κολοκοτρώνη



Παιδιά μου!
Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος και προ αυτού και ύστερα απ' αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ' αυτά να κάμωμε συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα. Και δια τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ' ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των.
Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο. Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα. Αφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. Δεν επήρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε προκομμένους, αλλ' απλούς ανθρώπους, χωρικούς καί ψαράδες, και με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος έμαθαν όλες τες γλώσσες του κόσμου, οι οποίοι, μολονότι όπου και αν έβρισκαν εναντιότητες και οι βασιλείς και οι τύραννοι τους κατέτρεχαν, δεν ημπόρεσε κανένας να τους κάμη τίποτα. Αυτοί εστερέωσαν την πίστιν.
Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι καί τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ' εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ [αντιβασιλέα], έναν πατριάρχη, καί του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες [προεστοί] εις όλα τα μέρη. Η τρίτη τάξη, οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ήμερα χειρότερα· διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες ηδονές οπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καί τοιουτοτρόπως κάθε ήμερα ο λαός ελίγνευε καί επτώχαινε.
Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία.
Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.
Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν άρμάδα. Άλλά δεν εβάσταξε!
Ήλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμά τους. Μα τι να κάμομε; Είχαμε και αυτουνών την ανάγκη. Από τότε ήρχισεν η διχόνοια και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια. Και όταν έλεγες τον Κώστα να δώσει χρήματα διά τας ανάγκας του έθνους ή να υπάγει εις τον πόλεμο, τούτος επρόβαλλε τον Γιάννη. Και μ' αυτόν τον τρόπο κανείς δεν ήθελε ούτε να συνδράμει ούτε να πολεμήσει. Και τούτο εγίνετο, επειδή δεν είχαμε ένα αρχηγό και μίαν κεφαλή. Άλλά ένας έμπαινε πρόεδρος έξι μήνες, εσηκώνετο ο άλλος και τον έριχνε και εκάθετο αυτός άλλους τόσους, και έτσι ο ένας ήθελε τούτο και ο άλλος το άλλο. Ισως όλοι ηθέλαμε το καλό, πλην καθένας κατά την γνώμη του. Όταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ το σπίτι δεν χτίζεται ούτε τελειώνει. Ο ένας λέγει ότι η πόρτα πρέπει να βλέπει εις το ανατολικό μέρος, ο άλλος εις το αντικρινό και ο άλλος εις τον Βορέα, σαν να ήτον το σπίτι εις τον αραμπά και να γυρίζει, καθώς λέγει ο καθένας. Με τούτο τον τρόπο δεν κτίζεται ποτέ το σπίτι, αλλά πρέπει να είναι ένας αρχιτέκτων, οπού να προστάζει πως θα γενεί. Παρομοίως και ημείς εχρειαζόμεθα έναν αρχηγό και έναν αρχιτέκτονα, όστις να προστάζει και οι άλλοι να υπακούουν και να ακολουθούν. Αλλ' επειδή είμεθα εις τέτοια κατάσταση, εξ αιτίας της διχόνοιας, μας έπεσε η Τουρκιά επάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε, και εις τους στερνούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.
Εις αυτή την κατάσταση έρχεται ο βασιλεύς, τα πράγματα ησυχάζουν και το εμπόριο και ή γεωργία και οι τέχνες αρχίζουν να προοδεύουν και μάλιστα ή παιδεία. Αυτή η μάθησις θα μας αυξήσει και θα μας ευτυχήσει. Αλλά διά να αυξήσομεν, χρειάζεται και η στερέωσις της πολιτείας μας, η όποία γίνεται με την καλλιέργεια και με την υποστήριξη του Θρόνου. Ο βασιλεύς μας είναι νέος και συμμορφώνεται με τον τόπο μας, δεν είναι προσωρινός, αλλ' η βασιλεία του είναι διαδοχική και θα περάσει εις τα παιδιά των παιδιών του, και με αυτόν κι εσείς και τα παιδιά σας θα ζήσετε. Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος. Όλα τα έθνη του κόσμου έχουν και φυλάττουν μια Θρησκεία. Και αυτοί, οι Εβραίοι, οι όποίοι κατατρέχοντο και μισούντο και από όλα τα έθνη, μένουν σταθεροί εις την πίστη τους.
Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ' ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ήμερα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε· και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία.
Τελειώνω το λόγο μου. Ζήτω ο Βασιλεύς μας Όθων! Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω η Ελληνική Νεολαία!


09. Εθνικός Ύμνος




Δεν υπάρχουν σχόλια: